- μεταστρατοπεδεῦσαι
- μεταστρατοπεδεύωshift one's groundaor inf actμεταστρατοπεδεύωshift one's groundaor inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταστρατοπεδεύω — (Α μεταστρατοπεδεύω) (ενεργ. και μέσ.) μεταφέρω το στρατόπεδό μου σε άλλη θέση, στρατοπεδεύω σε άλλο μέρος, αλλάζω στρατόπεδο («ἔδοξε πορρωτέρω μεταστρατοπεδεῡσαι καὶ καταλαβεῑν εὔυδρον χωρίον», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek